ναπυ

ναπυ
    νᾶπυ
    -υος τό (dat. νάπυϊ) горчица Arst., Luc.
    

ν. βλέπειν Arph. — глядеть мрачно, хмуриться


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ναπυ" в других словарях:

  • νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… …   Dictionary of Greek

  • νᾶπυ — mustard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάπειον — νάπειον, τὸ (Α) το φυτό νάπυ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶπυ, κατά τα γήτ ειον, κών ειον] …   Dictionary of Greek

  • σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… …   Dictionary of Greek

  • νάπυι — νά̱πυϊ , νᾶπυ mustard neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάπυος — νά̱πυος , νᾶπυ mustard neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάπυσιν — νά̱πυσιν , νᾶπυ mustard neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • nap-? — *nap ? germ.?, Substantiv: nhd. Rübe; ne. beet; Interferenz: Lehnwort lat. nāpus; Etymologie: s. lat. nāpus, Maskulinum, Steckrübe; …   Germanisches Wörterbuch


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»